ορσόλοπος

ορσόλοπος
ὀρσόλοπος, -ον (Α)
(ως προσωνυμία τού Αρεως) αυτός που ορμά στη μάχη, ορμητικός, πολεμικός, θυελλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος* (-ρσ-) «οπίσθια, γλουτοί» + λέπω «γδέρνω» με τη σημ. ότι ὀρσόλοπος είναι «αυτός που λέπει τον ὄρρον τού πολεμίου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀρσόλοπος — eager for the fray masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορσολοπεύω — ὀρσολοπεύω ή ὀρσολοπῶ, έω (Α) [ορσόλοπος] προκαλώ την οργή κάποιου, ταράζω, διεγείρω ερεθίζω κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”